νουθετησμός

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετησμός Medium diacritics: νουθετησμός Low diacritics: νουθετησμός Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΣΜΟΣ
Transliteration A: nouthetēsmós Transliteration B: nouthetēsmos Transliteration C: nouthetismos Beta Code: nouqethsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = νουθέτησις (admonition, warning), Men. 1042, censured by Poll. 9.139 and Phot. (-ισμός in both Gramm.).

Greek Monolingual

νουθετησμός, ὁ (Μ)
νουθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε -ισμός από ρ. σε -ίζω].

Russian (Dvoretsky)

νουθετησμός: ὁ Men. = νουθέτησις.

German (Pape)

ὁ, Conj. für νουθετισμός.