νυκτοφυλακή
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
ἡ, = νυκτοφυλακία (night-watch), v. νυκτοφυλακέω.
Greek Monolingual
και νυχτοφυλακή, η (Α νυκτοφυλακή)
νυχτερινή φρουρά
νεοελλ.
1. το σύνολο τών στρατιωτών που αποτελούν τη νυχτερινή φρουρά
2. υπηρεσία που φρουρεί έναν τόπο ή εποπτεύει στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φυλακή.