νυχτοκόπος

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που περιπλανάται τη νύχτα, νυχτοπόρος
2. ως κύριο όν. Νυχτοκόπος
ο πλανήτης Δίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λαμνοκόπος.