ξέρακας

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

ο
ξερό δέντρο, ιδίως το απανθρακωμένο από κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + μεγεθ. κατάλ. -ακας
(πρβλ. στραβούλιακας)].