ξακουσμένος

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

-η, -ο
ακουστός σε πολύ κόσμο, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-ακουσμένος (< εξ-ακούω), με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (πρβλ. ξακουστός)].