ξαλαφρώνω

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

και ξελαφρώνω
1. μειώνω το βάρος, ελαφρύνω κάτι
2. γίνομαι ελαφρότερος («ξαλάφρωσε το πλοίο»)
3. ανακουφίζω, ελαφρώνω
4. ανακουφίζομαι («θα σού τά πω να ξαλαφρώσω»)
4. (για ασθενή) βελτιώνεται η υγεία μου, είμαι καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ-αλαφρώνω / εξ-ελαφρώνω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξε- με επιτ. σημ.)].