ξανώ

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

ξανῶ, -άω (Α)
1. καταπονούμαι ξαίνοντας μαλλιά
2. (γενικά) δουλεύω σκληρά, κουράζομαι, καταπονούμαι, κοπιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν- του ξαίνω + κατάλ. -άω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ὑφαίνω: ὑφανάω)].