ξεμπέρδεμα
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
και ξεμπέρδευμα, το ξεμπερδεύω
1. λύσιμο ή αποχωρισμός μπλεγμένων πραγμάτων
2. απαλλαγή από δύσκολες ή περίπλοκες καταστάσεις («μην ανακατευθείς σε αυτή την υπόθεση γιατί θα έχεις κακά ξεμπερδέματα»)
3. εκκαθάριση ή ρύθμιση διαφορών, εκκρεμοτήτων, λογαριασμών
4. διευκρίνιση, αποσαφήνιση
5. περάτωση, ολοκλήρωση έργου
6. εξόντωση.