ξενιτεύομαι
From LSJ
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
Greek Monolingual
(ΑΜ ξενιτεύω)
πηγαίνω να ζήσω σε ξένη χώρα, αποδημώ, μεταναστεύω («ξενιτεμένο μου πουλί», Πολίτ.)
αρχ.
1. βρίσκομαι σε εξορία
2. ζω απομονωμένος από τον κόσμο
3. μέσ. υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης σε ξένο τόπο («ἐγὼ ξενιτευόμενος ἐστρατευόμην», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος, πιθ. αναλογικά προς το πολιτεύομαι].