ξενολεκτώ
From LSJ
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
ξενολεκτῶ, -έω (Α)
χρησιμοποιώ παράξενη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λεκτῶ (-λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριολεκτώ].