ξενοπλαστικός

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
βιολ. (για μόσχευμα ή μεταμόσχευση) αυτός που τελείται μεταξύ δύο διαφορετικών ζωικών ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenoplastic < ξένος + πλαστικός (< πλάσσω)].