ξενόστομος

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενόστομος Medium diacritics: ξενόστομος Low diacritics: ξενόστομος Capitals: ΞΕΝΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: xenóstomos Transliteration B: xenostomos Transliteration C: ksenostomos Beta Code: ceno/stomos

English (LSJ)

ξενόστομον, = ξενόφωνος, Phld.Po.2.41.

Greek Monolingual

ξενόστομος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με ξενική προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -στόμος (< στόμα), πρβλ. αγλαόστομος].