ξερίζωμα
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
Greek Monolingual
το ξεριζώνω
1. βίαιο τράβηγμα, βγάλσιμο φυτού ή δέντρου από το χώμα με τις ρίζες του, εκρίζωση
2. μτφ. ολοκληρωτική καταστροφή, αφανισμός, ξεκλήρισμα
3. μτφ. βίαιη και οριστική απομάκρυνση από το σπίτι ή από την πατρίδα, ξεσπίτωμα, εκπατρισμός («το ξερίζωμα του μικρασιατικού ελληνισμού»).