ξεσπώ

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source

Greek Monolingual

-άω και ξεσπάζω και ξεσπάνω
1. (ιδίως για υγρό)
σπάζω το εμπόδιο που μέ συγκρατεί και χύνομαι με ορμή
2. μτφ. εξωτερικεύω τα συναισθήματά μου με βίαιο ή απότομο τρόπο, εκδηλώνομαι ορμητικά, βίαια, ραγδαία
3. ξεθυμαίνω, ικανοποιώ την οργή μου («θα ξεσπάσω σε σένα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-έσπασα (βλ. και λ. ξε), αόρ. του ρ. ἐκ-σπῶ].