ξεφωνίζω
From LSJ
και ξεφωνώ
1. βγάζω δυνατές και παρατεταμένες φωνές, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
2. θρηνώ, οιμώζω, ιδίως μπροστά σε νεκρό
3. αποδοκιμάζω κάποιον έντονα και δημόσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφώνησα (βλ λ. ξε-), αόρ. του ἐκφωνῶ, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].