ξεφωνίζω

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

και ξεφωνώ
1. βγάζω δυνατές και παρατεταμένες φωνές, φωνάζω δυνατά, κραυγάζω
2. θρηνώ, οιμώζω, ιδίως μπροστά σε νεκρό
3. αποδοκιμάζω κάποιον έντονα και δημόσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξεφώνησα (βλ λ. ξε-), αόρ. του ἐκφωνῶ, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].