ξεχνώ

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source

Greek Monolingual

-άω και ξεχάνω
1. παύω να θυμάμαι κάτι, λησμονώ κάτι (α. «έχω ξεχάσει το όνομά του» β. «ξέχασα να του τηλεφωνήσω»)
2. γίνομαι αφηρημένος
3. μέσ. ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι
χάνω την αίσθηση του χώρου και του χρόνου, δεν αντιλαμβάνομαι τί συμβαίνει γύρω μου, λησμονώ πού βρίσκομαι
4. φρ. «περασμένα ξεχασμένα» — τα δυσάρεστα, αφού περάσουν, πρέπει να λησμονιούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-έχασα, αόρ. του ξεχάνω (< ξ(ε)- + χάνω), κατά το σχ. ἐπέρασα: περνώ, ἐξέρασα: ξερνώ].