ξηρότητα
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
η (Α ξηρότης) ξηρός
1. η κατάσταση ή η ιδιότητα του ξηρού, έλλειψη υγρασίας, ξεραΐλα
2. ατμοσφαιρική ξηρασία, ανομβρία
3. (για ύφος) έλλειψη γλαφυρότητας
αρχ.
1. το να γίνεται κάτι ξηρό, στεγνό, η αποξήρανση
2. (για χαρακτήρα) αυστηρότητα, τραχύτητα
3. φρ. «ξηρότης τῶν νεῶν» — η καλή κατάσταση των σανιδωμάτων τών πλοίων.