ξοπίσω

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. εξοπίσω, από πίσω
2. διαδοχικά, στη συνέχειατρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ' άλλο», Σολωμ.)
3. πάλι, εκ νέου, από την αρχή
4. κατόπιν, ύστερα, μετά, έπειτα («πάρε αυτό τώρα και ξοπίσω θα δούμε τί θα γίνει»)
5. φρ. «μάς πήρε ξοπίσω»
α) μάς ακολούθησε
β) μάς καταδίωξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-οπίσω, με σίγηση του αρκτ. άτονου ε-].