ξυλάρας

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροπόδαρος, μακροκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. -άρας (πρβλ. ποδάρας)].