ξυλοθραύστης

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που σπάζει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].