ξυλοθραύστης
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
ο
αυτός που σπάζει ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + θραύστης (< θραύω), πρβλ. καρυοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].