ξυλοποικιλτική

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

η
εργασία που συνίσταται στην επικόλληση, πάνω σε ξύλινη επιφάνεια, λεπτών πολύχρωμων πλακών από ξύλο, μέταλλο ή άλλη ύλη, με τα οποία σχηματίζεται ορισμένο σχέδιο, ή στο σκάλισμα διαφόρων σχεδίων πάνω σε ξύλινη επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + ποικιλτική «τεχνική διακόσμησης»].