ξυλοπώλιον
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
τό, lignarium, Glossaria.
Greek Monolingual
ξυλοπώλιον, τὸ (Α) ξυλοπώλης
κατάστημα όπου πωλούνται ξύλα, ξυλάδικο.