Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυλουργικός

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλουργικός Medium diacritics: ξυλουργικός Low diacritics: ξυλουργικός Capitals: ΞΥΛΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: xylourgikós Transliteration B: xylourgikos Transliteration C: ksylourgikos Beta Code: culourgiko/s

English (LSJ)

ξυλουργική, ξυλουργικόν, of or for carpentry, E.Fr.988: ἡ ξυλουργική (sc. τέχνη), = ξυλουργία, Pl.Phlb. 56b.

German (Pape)

[Seite 281] ή, όν, zum Bearbeiten des Holzes gehörig, Eur. tr. inc. 94; ἡ ξυλουργική, Plat. Phil. 56 b; Plut.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλουργικός: плотничий, Eur. ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ξυλουργίαν, Εὐρ. Ἀποσπ. 978· ἡ -κὴ (ἐξυπ. τέχνη), = ξυλουργία, Πλάτ. Φίληβ. 56B.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ξυλουργικός, -ή, -όν) ξυλουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ξυλουργό ή στην ξυλουργία («ξυλουργικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ξυλουργική
η τέχνη και το επιτήδευμα της κοπής, κατεργασίας και συναρμογής τών ξύλων, η ξυλουργία.