ξυλόδρομος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

ο
πρόχειρο κατασκεύασμα από συνδεδεμένους μεταξύ τους κορμούς δένδρων που χρησιμεύει για διευκόλυνση της μεταφοράς της δασικής ξυλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].