ξύλοξος
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
Greek Monolingual
το, και ξύλοξος, ο
χημ. προϊόν που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη τών ξύλων ή κατά την παραγωγή τών ξυλανθράκων και είναι κιτρινέρυθρο υγρό με κύρια συστατικά τη μεθυλική αλκοόλη, το οξικό οξύ, την ακετόνη και άλλες προσμίξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + όξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].