οίδαξ

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

οἴδαξ, -ακος, ὁ (ΑΜ)
άγριο σύκο («τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ' Ἀθηναίοις», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος, φουσκωμένος» + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. πήδαξ)].