οδοιπορώ
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁδοιπορῶ, -έω) οδοιπόρος
1. εκτελώ οδοιπορία, κάνω πορεία, πεζοπορώ, ιδίως βαδίζοντας σε δρόμο μακρύ («ἀποβᾱσαι ἀπὸ τῶν πλοίων αἱ Ἀμαζόνες ὡδοιπόρεον ἐς τὴν οἰκεομένην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. διασχίζω έναν τόπο («ὡδοιπόρεις δὲ πρὸς τὶ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.)
2. έρχομαι
3. φρ. «ἐπ' ἄκρων ὁδοιπορῶ» — βαδίζω αγέρωχα.