ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
η (ΑΜ ὀδοντάγρα, Α ιων. τ. ὀδοντάγρη)λαβίδα εξαγωγής δοντιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. κρε-άγρα, πυράγρα)].