οδοντάγρα

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀδοντάγρα, Α ιων. τ. ὀδοντάγρη)
λαβίδα εξαγωγής δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. κρε-άγρα, πυράγρα)].