οικοδόμηση

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

η (Α οἰκοδόμησις) οικοδομώ
1. ανέγερση οικοδομήματος, δόμηση, κτίσιμο («άρχισαν οι εργασίες οικοδόμησης του μεγάρου»)
2. ο τρόπος κατά τον οποίο οικοδομείται κάτι («τειχῶν περὶ οἰκοδομήσεως», Πλάτ.)
νεοελλ.
μτφ. δημιουργία («η οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος»)
αρχ.
το κτήριο, το οικοδόμημα.