τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
οἰκοτριβῶ, -έω (Μ)ζω στο σπίτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τριβῶ (< -τρίβης < τρίβω), πρβλ. παιδοτριβώ, χρονοτριβώ].