οικτροκέλευθος
From LSJ
Greek Monolingual
οἰκτροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κάνει άθλια οδοιπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή» (πρβλ. λοξοκέλευθος)].
οἰκτροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κάνει άθλια οδοιπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + κέλευθος «δρόμος, διαδρομή» (πρβλ. λοξοκέλευθος)].