οκτάς
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Greek Monolingual
(I)
ο
αστρον. α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων κατά τη μεσουράνησή τους
β) ως κύριο όν. ο Οκτάς
αστερισμός του νότιου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octant < λατ. octans, -ntis «οκταμερές όργανο» < λατ. octo «οκτώ» (πρβλ. εξάς, -άντος). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
(II)
ὀκτάς, ἡ (Α)
βλ. οκτάδα.