ολιγοδρανής
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
ὀλιγοδρανής, -ές (Α)
αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. αδρανής, λιποδρανής].