Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ολόκαρπος

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

ὁλόκαρπος, -ον (Α) (για θυσία) αυτός που προσφέρεται πλήρης στον θεό ή στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + καρπός (πρβλ. πολύκαρπος)].