ολόκαυτος

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source

Greek Monolingual

και ολόκαυστος, -η, -ο (Α ολόκαυτος και ολόκαυστος, -ον)
αυτός που κάηκε ολόκληρος, που αποτεφρώθηκε
αρχ.
αυτός που φλέγεται, που καίγεται.
επίρρ...
ὁλοκαύτως (Α)
με ολόκαυτο τρόπο, με τέλεια καύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -καυτός / -καυστος (< καυτός / καυστός < καίω), πρβλ. ημί-καυτος / ημί-καυστος, νεό-καυτος / νεό-καυστος].