ολότελα

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. εντελώς, καθ' ολοκληρίαν
2. φρ. «απ' το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα» — αν κάποιος δεν μπορεί να επιτύχει το επιθυμητό, πρέπει να αρκείται στο εφικτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολοτελώς, κατά τα επιρρ. σε -α].