ομιλητής

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ομιλήτρια (ΑΜ ὁμιλητής, θηλ. ὁμιλήτρια) ομιλώ
νεοελλ.
πρόσωπο που ομιλεί για κάποιο θέμα, συν. σε συγκέντρωση, αγορητής
μσν.-αρχ.
ακροατής, μαθητής («ἀλλὰ Κρίτων τε Σωκράτους ἦν ὁμιλητής», Ξεν.)
αρχ.
1. διδάσκαλος, κήρυκας
2. αυτός που έχει πείρα από κάτι.