ομφαλίτιδα
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
η
ιατρ. φλεγμονή του ομφαλού του βρέφους που όταν εμφανίζεται τις πρώτες ημέρες μετά την αποκοπή του ομφάλιου λώρου οφείλεται σε έλλειψη ασηψίας κατά την περιποίηση της ουλής, ενώ, όταν εμφανίζεται σε ώριμο άτομο, είναι συνέπεια πλημμελούς υγιεινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. omphalitis (< ομφαλός + κατάλ. -ίτιδα, που δηλώνει ασθένειες)].