οξειδώνω
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Greek Monolingual
και οξιδώνω
χημ.
1. ενώνω με χημικές διαδικασίες κάποιο στοιχείο με το οξυγόνο ή επαυξάνω την ενυπάρχουσα ποσότητα οξυγόνου σε μια χημική ένωση
2. αφαιρώ υδρογόνο από ένα σώμα με την επίδραση οξυγόνου
3. εκθέτω μεταλλικό στοιχείο στην επίδραση του αέρα, του οξυγόνου, προκειμένου να σχηματιστεί στην επιφάνειά του σκουριά
4. μέσ. οξειδώνομαι
(για μέταλλο) σχηματίζω στην επιφάνειά μου οξείδιο, σκουριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxidize (< οξείδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].