δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
ὀξυφεγγής, -ές (Α)αυτός που έχει ισχυρή λάμψη, πολύ λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυφεγγής].