οξύπυκνος

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

ὀξύπυκνος, -ον (Α)
φρ. «ὀξύπυκνος φθόγγος» — φθόγγος κατά έναν τόνο οξύτερος του πυκνού, μία από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων.