οπισθοδρομώ
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
(Α ὀπισθοδρομῶ, -έω) οπισθοδρόμος
τρέχω ή κινούμαι προς τα πίσω, οπισθοχωρώ
νεοελλ.
μτφ. καθυστερώ στην εξέλιξη μου, μένω πίσω, δεν προοδεύω, παρακμάζω.