οπλομαχία

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

η (Α ὁπλομαχία) οπλομάχος
νεοελλ.
1. στρ. η χρήση τών όπλων σε συμπλοκή εκ του συστάδην, δηλ. κατά τη μάχη σώμα προς σώμα
2. η εξάσκηση στην επιδέξια χρήση τών αγχέμαχων όπλων
αρχ.
1. η διεξαγωγή μάχης με τη χρήση βαρέων όπλων
2. η τέχνη της χρήσης βαρέων όπλων
3. η τέχνη του πολέμου γενικά
4. είδος αθλητικής άσκησης.