μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
ὀπωροβόρος, -ον (Α)
αυτός που τρώει οπώρες, οπωροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμοβόρος].