Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ὀπωροδοτῶ, -έω (Μ)παρέχω εδώδιμους καρπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -δοτώ (< -δότης < δίδωμι), πρβλ. λογοδοτώ].