οπωροφυής

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

ὀπωροφυής, -ές (Μ)
ευνοϊκός για την παραγωγή καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. μεγαλοφυής].