ορίγανο
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
το (Α ὀρίγανον και ὀρείγανον και ὀρίγανος, ὁ, και ὀρίγανος, ή)
χειλανθές ποώδες αρωματικό φυτό με πικρή και δριμεία γεύση και με άνθη ροδόχροα το οποίο φύεται σε ξηρούς τόπους, η ρίγανη
αρχ.
φρ. α) «ὀρίγανος ἡ ἡρακλεωτική» — αρτυματική και μυρεψική πόα, η κατ' εξοχήν ρίγανη
β) «ὀρίγανον βλέπω» — κοιτάζω άγρια, βλοσυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. αφρικανικής προέλευσης. Η άποψη κατά την οποία η λ. είναι σύνθ. < θ. ορι- / ορει- (< όρος
[II] «βουνό»)+ γάνος «στολίδι, κόσμημα» θεωρείται παρετυμολογική].