Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ορίγανο

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

το (Α ὀρίγανον και ὀρείγανον και ὀρίγανος, ὁ, και ὀρίγανος, ή)
χειλανθές ποώδες αρωματικό φυτό με πικρή και δριμεία γεύση και με άνθη ροδόχροα το οποίο φύεται σε ξηρούς τόπους, η ρίγανη
αρχ.
φρ. α) «ὀρίγανος ἡ ἡρακλεωτική» — αρτυματική και μυρεψική πόα, η κατ' εξοχήν ρίγανη
β) «ὀρίγανον βλέπω» — κοιτάζω άγρια, βλοσυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. αφρικανικής προέλευσης. Η άποψη κατά την οποία η λ. είναι σύνθ. < θ. ορι- / ορει- (< όρος
[II] «βουνό»)+ γάνος «στολίδι, κόσμημα» θεωρείται παρετυμολογική].