οργανοκρούστης

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source

Greek Monolingual

ο
μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, ο οργανιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + κρούστης (< κρούω)].