οροσφαιρίνη
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
η
(βιοχ.) πρωτεΐνη που βρίσκεται στον ορό του αίματος και στη λέμφο και ανήκει στις σφαιρίνες, αλλ. ορογλοβουλίνη.